- ὑδράρπαξ
- ὑδρ-άρπαξ, αγος, ὁ, die Wasseruhr
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
υδράρπαξ — άγος, ὁ, Α είδος χρονομέτρου με νερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο) * + ἅρπαξ, αγος] … Dictionary of Greek
ὑδράρπαγα — ὑδράρπαξ masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άρπαγας — ο (AM ἄρπαξ, [ αγος], Μ και ἅρπαγος, ον) αυτός που του αρέσει να αρπάζει, να σφετερίζεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρπάζω. ΠΑΡ. μσν. νεοελλ. αρπάγιον ( άγι). ΣΥΝΘ. αρχ. αρπαξάνδρα, χρεάρπαξ, ψιχάρπαξ μσν. δελεάρπαξ, υδράρπαξ, ψυχάρπαξ (μσν.νεοελλ.)… … Dictionary of Greek